- τεκνολέτειρα
- ἡ, Ααυτή που σκότωσε το παιδί της.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ὀλέτειρα, θηλ. τού ὀλετήρ (< ὄλλυμι «καταστρέφω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεκνολέτειρ' — τεκνολέτειρα , τεκνολέτειρα having lost one s young fem nom/voc sg τεκνολέτειραι , τεκνολέτειρα having lost one s young fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκνολέτειραν — τεκνολέτειρα having lost one s young fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)